Προλεγόμενα - Χ. Μπαμπούνης
Προλεγόμενα
Η ιστορία του νεότερου ελληνισμού είναι η πορεία ενός λαού που εξελίσσεται και αναπτύσσεται μέσα στην πολυμορφία και εγγενή δυναμική των αντιστάσεών του, της αταλάντευτης, δηλαδή, στάσης του που αίρεται πάνω από κάθε μορφή ψυχικής, κοινωνικής και πολιτισμικής υπαγωγής και εξάρτησης. Γιαυτό και η ελληνική ιστορία με τις μεταπτώσεις και διακυμάνσεις της, τις δυσχέρειες και τις κορυφώσεις της εμφορείται από τη δύναμη και την επαναστατική, με την ευρεία έννοια του όρου, πρόθεση και πράξη της Αντίστασης.
Είναι, όπως θάγραφε ίσως και ο G. Gardiner, «η ιστορία του αιώνιου [θάλεγα καλύτερα: ανανεούμενου] παρόντος». Μιλώντας κανείς για την Αντίσταση δεν ταιριάζει να χρησιμοποιεί παρατατικό, παρακείμενο ή υπερσυντέλικο. Αν το έπραττε, θα ανήγαγε την ιστορική συγκυρία σε ένα είδος «μουσειακής πρότασης» και όχι σε ζώσα πραγματικότητα, όπως αυτή προκύπτει και από τα του Δημητρίου (Μήτσιου) Ράπτη Απομνημονεύματα (φωτεινές και μαύρες σελίδες μιας εποχής). Ο εντοπισμός, η συγκέντρωση και η αξιολόγηση των ιστορικών πηγών επαφίεται στην κρίση όχι βέβαια μόνο της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και της κοινής γνώμης η οποία οφείλει να διαμορφώνεται με δείκτη κοινωνικό και γνώμονα πατριωτικό.
Η έννοια της φιλοπατρίας, όπως τέθηκε ειδικότερα από τη Γαλλική και την Ελληνική Επανάσταση δεν αναφέρεται στον εθνικισμό αλλά στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, κάτι που είναι απαραίτητο πλέον στοιχείο ισοτιμίας σε μια πολυπολιτισμική εποχή όπως η σημερινή. Πρόκειται για μια ταυτότητα που δεν βασίζεται σε πρόσκαιρες εντυπώσεις και πρόχειρες «συγχρονικότητες» αλλά που σταθεροποιείται σε δράσεις και μνήμες, εμπειρίες προσωπικές και βιώματα συλλογικά. Η διάσωση των εμπειριών αυτών είναι όρος απαραίτητος και προϋπόθεση sine qua non για την αποτίμηση του τι έγινε και, κυρίως, για την προοπτική της προσωπικής ευθύνης του τι θα γίνει, του τι έπεται.
Στη δυναμική της Εθνικής Αντίστασης δεν αρμόζει εγχείρημα αγιογραφίας· αυτή καθ’ εαυτήν η ύπαρξή της δηλώνει και περιγράφει την οντότητά της. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, κοινωνικά απτό και ιδεολογικά φορτισμένο (καθ’ όλα, πάντως, λυπηρό), η συνείδηση (μάλλον η εξέγερση των συνειδήσεων) αντιμετωπίστηκε –υπό το βάρος μεταγενέστερων δραματικών εξελίξεων και μετεμφυλιακών συνδρόμων– ως μη ώφειλε. Αντίσταση έκανε κάθε έλληνας και ελληνίδα που αγωνίστηκε οργανωμένα εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων ή έδρασε ατομικά με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον αυτών και των συνεργατών τους.
Η Αντίσταση ξεκινά μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες και ρητές στην τραγικότητά τους συνθήκες, όταν, καθώς γράφει ο Δημήτρης Γληνός «μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ό,τι αγαθό είχε δημιουργήσει ο ελληνικός λαός από τα χρόνια της ανεξαρτησίας, αφαιρέθηκε από τα χέρια του». Το Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύθηκε ο ΕΔΕΣ και γνωστοποιήθηκε η ίδρυση, με πρωτοβουλία στελεχών του ΚΚΕ, η ίδρυση του ΕΑΜ – της μαζικότερης, πιο οργανωμένης και αποτελεσματικότερης αντιστασιακής οργάνωσης. Αργότερα, το Νοέμβριο του 1942 συστάθηκε και η ΕΚΚΑ. Ήδη από τις αρχές του 1942 η Αντίσταση θα γίνεται εντονότερη, καθώς με την ίδρυση, κυρίως, του ΕΛΑΣ αρχίζει και ο ένοπλος αγώνας κατά των κατακτητών και των ενεργουμένων τους. Κατά την περίοδο της Αντίστασης επιβεβαιώθηκε ο πατριωτισμός που δεν συμβιβάζεται, που αντι-τάσσεται, ο πατριωτισμός που αντι-στέκεται, που ορθώνεται και που αντι-προτάσσει. Είναι εκείνο ακριβώς που χαρακτηριστικά τόνιζε το 1959 ο Κώστας Σωτηρίου, στη Βουλή των Ελλήνων: «Υπάρχουν δύο είδη ρεαλισμού, ο στατικός και ο δυναμικός. Ο στατικός ρεαλισμός εξουθενώνει και ταπεινώνει. Αν ο ελληνικός λαός είχε παραδεχτεί τέτοια κηρύγματα και είχε απαρνηθεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα, θα είχε συμβιβαστεί με τους κατακτητές και δεν θα είχαμε το έπος της Αλβανίας ούτε τον υπέροχο αγώνα της Αντίστασης. Δεν είναι μονοπώλιο ο αγώνας της Εθνικής Αντίστασης. Ο δυναμικός ρεαλισμός είναι εκείνος που ανοίγει δρόμους και πορείες».
Ο Δημήτριος Ράπτης στα «Απομνημονεύματά» του τονίζει προεξαγγελτικά ότι τα αφιερώνει στη νέα γενιά, ευχόμενος «τα παθήματά μας να γίνουν μαθήματα για πιο ώριμους και λιγότερο μάταιους αγώνες». Αν η προσδοκία του αυτή συνδυαστεί με την, άλλοτε, δημοσιοποιημένη πεποίθησή του ότι «όλοι σήμερα είμαστε πιο πάνω από τα γεγονότα, πάνω από τις προσωπικές αντιθέσεις», προκύπτει –νομίζω αβίαστα– ότι οι πικρές εμπειρίες κάθε άλλο παρά αποτρεπτικά λειτουργούν ή μπορούν να λειτουργήσουν στην έννοια της κοινωνικής εξέλιξης. Με νηφαλιότητα (πλέον) και χωρίς ιδεοληπτική προδιάθεση υποδεικνύουν το ειδικό βάρος της προσωπικής, της δημοκρατικής, της πατριωτικής και πολιτικής συνειδητοποίησης και επίγνωσης.
Ο συγγραφέας δεν χωρίζει τις γραπτές του σημειώσεις σε Μέρη, επειδή, κατά τη γνώμη μου, αφενός μεν έχει την αίσθηση του αδιάσπαστου του χρόνου και αφετέρου προτιμά να τιτλοφορεί τα επιμέρους θέματα στα οποία αναφέρεται από τα πρόσωπα (και ενίοτε τους τόπους) γύρω από τα οποία αυτά περιστρέφονται˙ ζητήματα, δηλαδή, που προέκυψαν και στα οποία ως εκ της θέσεώς του αναμίχθηκε ή κατηγορήθηκε (για ευνόητους λόγους όπως ο ίδιος λέγει) ότι αναμίχθηκε, κακοπιστίας ή σκευωρίας ένεκεν. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί το βιβλίο αυτό –που είναι γραμμένο με ένα ύφος το οποίο συχνά θυμίζει το Μακρυγιάννη και τον Καζαντζάκη (ενδεχομένως για διαφορετικούς λόγους)– εκτείνεται σε τρεις θεματικές ενότητες. Στο Α΄ Μέρος, το οποίο είναι το πλέον εκτενές (σ. 5-71), γίνεται η αναφορά (κατατοπιστική, πληροφορική και συχνά πρωτόλεια) σε όσα συνέβησαν σε αυτόν και στην περιοχή της «δραστηριοποίησής» του κυρίως από τον Οκτώβριο του 1940 έως την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας [«Έγινε η βρώμικη συμφωνία της Βάρκιζας να αφοπλιστεί το ΕΛΑΣ» (σ. 71)]: Η επίθεση των Γερμανών, η κατοχή, η ανάληψη της ευθύνης της Οργάνωσης ΕΑΜ Σταγιάδων από τον ίδιο με το αξίωμα του «καπετάνιου» (15.2.1943), η μάχη της «Οξύνειας» (10.2.1943) – η πρώτη αντιστασιακή νίκη, τα λαϊκά δικαστήρια και οι Αθανασουλαίοι, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και επιδρομές των κατακτητών στην περιοχή του τον Ιούνιο του 1944, η απόπειρα δολοφονίας Γ. Αθανασούλα, οι συλλήψεις, ένθεν και ένθεν (με όποια κακοπάθεια ακολουθούσε αυτές), «ανταρτοδικεία» κ.ά.
Στο Β΄ Μέρος, που εκτείνεται από την επαύριο της συμφωνίας της Βάρκιζας έως την τελική κλήτευσή του, στην κατά του προσώπου του [εκ]δίκη[ση], ο Δ. Ράπτης αναφέρεται σε ό,τι ακολούθησε στην Ελλάδα, στον τόπο του και στον ίδιο από την πρώτη σχεδόν στιγμή του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ: συλλήψεις, λοιδωρίες και εξευτελισμοί, διωγμοί, βιαιότητες, «Μπουραντάδες», φυγή στο Βουνό, ένοπλος αγώνας και μάχες, επιστροφή κακήν – κακώς («τρομοκρατικό και τρομακτικό»), η μεταγωγή του στα Τρίκαλα, τα βασανιστήρια, η «μεταφορά» του στο Τρίκερι, κ.ά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνάντηση του Ράπτη στις 15 Μαΐου του 1945 στις Σταγιάδες Τρικάλων με τον Άρη Βελουχιώτη για τον οποίο έμμεσα δέχεται πως δεν «ήταν φθαρμένος αντεπαναστατικά» (Ν. Ψυρούκης). Ο Δ.Ρ. αποφαίνεται μιλώντας για τη δράση του Βελουχιώτη μετά την αποκήρυξή του από το ΚΚΕ πώς «αυτή είναι η πραγματικότητα του Άρη και όχι αυτή που γράφουν πως ο Άρης πέρασε τα Τρίκαλα και κατευθύνθηκε προς το Κόζιακα. Ο Άρης σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε, δε γνωρίζω. Γνωρίζω πως το πρώτο παλικάρι της ΕΛΛΑΔΟΣ δολοφονήθηκε, αλλά από ποιούς, βγάλτε μόνοι σας το συμπέρασμα» (σ. 75).
Στο Γ΄ Μέρος (σ. 99-125) ο απομνημονευματικός λόγος του Δ. Ράπτη ξετυλίγεται καταρχάς στα σχετικά με τη δίκη του (κλίμα διεξαγωγής, μάρτυρες κατηγορίας, υπεράσπιση, απολογία, αγόρευση Βασ. Επιτρόπου) και την επιβολή σε αυτόν της ισόβιας κάθειρξης που ο ίδιο θεωρεί «μεγάλη ήττα των Αθανασουλαίων και Παπαθανασιάδη» (σ. 108). Επακολουθεί στην αφήγησή του η μεταφορά του (Ιούλιος 1948) στο κολαστήριο σωμάτων, ψυχών και ιδεών στη Γιάρο, το τέλος του εμφυλίου και τα συμπαραμαρτούντα του, τα μέτρα της Κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, το πνεύμα, το γράμμα και το πνεύμα υπογραφής των «δηλώσεων», η στάση και νοοτροπία ατόμων και προσώπων, η αποφυλάκισή του (Οκτώβριος 1950) μετά από τρία χρόνια και οκτώ μήνες, η εναντίον του ενέδρα στις Σταγιάδες και η διάσωσή του, η εν γένει συμπεριφορά των εμπαθών. Περαίνοντας το αυθόρμητο κείμενό του (κείμενο που συχνά δίνει την εντύπωση μιας «αυτόματης γραφής») ο Δ. Ράπτης ευχαριστεί όσους έπαθαν (όχι από εκείνον) και όμως δεν ήλθαν να τον κατηγορήσουν στη δίκη του (παρότι ενίοτε ασκήθηκαν πιέσεις) αλλά και όσους δεν τον σκότωσαν παρότι θα μπορούσαν να το πράξουν όταν ήταν στα χέρια τους. Ο ακροτελεύτιος λόγος του ενέχει την κάθαρση: «Τους ευχαριστώ διότι και ‘γω έζησα και αυτοί έχουν την συνείδησή τους αναπαυμένη».
Χάρης Μπαμπούνης
Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής
Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών