Κατοχή
Επίθεση των Γερμανών
Οι Ιταλοί μας κηρύσσουν τον πόλεμο. Πολλοί που είχαν εγγραφεί στη «Λεγεώνα», αλλά στον πόλεμο τους εγκατέλειψαν και πολέμησαν ενάντια στον επιδρομέα ενώ ο Λεγεώνας πήρε μέρος υπέρ των Ιταλών και κατά της Ελλάδος. Σας είναι γνωστά τα σχετικά με τον Αλβανικό πόλεμο.
6 Aπρίλη 1941, ημέρα Κυριακή, στις 7-8
Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, προχωρούσαν προς Λάρισα. Έγινε συνθηκολόγηση, ο Στρατός διατάχθηκε να οπισθοχωρήσει. Με μεγάλες ταλαιπωρίες φτάσαμε στην Άμφισσα. Για να μη πολυλογούμε έγινε διάλυση του στρατού. Από όποιο σημείο βρίσκονταν ο καθένας προσανατολίζονταν πως θα φτάσει ζωντανός στο σπίτι του. Και στην οπισθοχώρηση είχαμε πολλές απώλειες πολλοί έπεσαν στα χέρια των Γερμανών και Ιταλών.
Από αυτούς που ήταν Γερμανόφιλοι από τη πρώτη μέρα άρχισαν να υποστηρίζουν τους κατακτητές. Έπαιρναν ότι ήθελαν και επί το πλείστον τα ζώα, για ένα κομμάτι ψωμί. Στην Άμφισσα, στην Ιτέα ορφανέψαμε, χάσαμε τους αξιωματικούς. Έφευγαν νύχτα με υποβρύχια, για την Μέση Ανατολή. Το διαλύσαμε και εμείς σε ομάδες, ομαδούλες κατά περιφέρεια που ανήκει ο καθένας.
Εγώ και τρεις άλλοι Λοχίες μείναμε τελευταίοι πήραμε τα βουνά για να μη πέσουμε στους Γερμανούς Περάσαμε από τα βουνά στο Καρπενήσι. Κατεβήκαμε στον κάμπο της Θεσσαλίας Καρδίτσας στη γέφυρα Χαραμπρέζι, συναντούμε πολίτες μας λένε πετάτε τα όπλα, γιατί θα σας πιάσουν οι Γερμανοί, θα σας σκοτώσουν. Το πιστέψαμε πετάμε τα όπλα. Συναντάμε μια παράγκα σαν κέντρο εξοχικό ήταν συγκεντρωμένοι περί τους 30 άνδρες. Κατεβήκαμε από τα άλογα ρωτήσαμε αν έχει τίποτε για φαγητό, μας είπαν αν έχουμε λεφτά. Λεφτά είχαμε. Καθίσαμε για να φάμε. Μας ρωτούσαν, από που ερχόμαστε. Εμείς θέλαμε να μάθουμε νέα από αυτούς, έως ότου να γίνει η παραγγελία να μας φέρουν για φαγητό. Νηστικοί μόλις αρχίσαμε το φαγητό βλέπουμε ύποπτες κινήσεις. Μας λέγει ένας τα άλογα σας τα πήραν, τα είχαμε δεμένα και εμείς πήγαμε μέσα να φάμε. Σηκωνόμαστε, πιανόμαστε να πάρουμε τα άλογα. Μας αποκάλεσαν προδότες, αφήσατε τους Γερμανούς και μας κατέλαβαν την πατρίδα. Το αποτέλεσμα ήταν να μας αρχίσουν στο ξύλο με τις γκλίτσες. Μας χτύπησαν όπου εξαναγκασθήκαμε να τα εγκαταλείψουμε μαζί με τις κουβέρτες, χλαίνες. Το χωριό λέγεται Καληφώνη Καρδίτσας.
Αυτήν την παρένθεση την έκαμα για να δείτε τι τράβηξε στην οπισθοχώρηση ο στρατός.
Έγινε η κατοχή
Ο τόπος άλλαξε όλα σου φαίνονταν μαύρα, δεν ήταν εύκολο να πας από χωριό σε χωριό, δεν γνώριζες τι θα συναντήσεις στο δρόμο. Δεν ήταν εύκολο να κατέβεις στην πόλη. Άρχισε να δρα η Λεγεώνα, θέσεις κλειδιά από Έλληνες τα πάντα διοικούνταν από τη Λεγεώνα. Νομάρχηδες, διοικητές παρουσιάσθηκαν στο χωριό για να παρακολουθούν τους πολίτες τι λένε και ποιοι έχουν όπλα. Όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα. Δεν υπήρχε χωριό και πόλη να μην έχει πράκτορες των Ιταλών και τα «Ες-Ες» Γερμανών. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο πιο δύσκολα γίνονταν. Τοποθέτησαν ανθρώπους στο κάθε χωριό. Για την είσπραξη το δέκατο σε τρόφιμα και ζώα. Ότι σου έριχναν να δώσεις σε τρόφιμα και ζώα έπρεπε να τα δώσεις και αυτά τα κανόνιζε επιτροπή διορισμένη από τους κατακτητές ντόπιους και ξένους.
Άρχισε η πείνα '41-42, από το φθινόπωρο του '41 είναι σε όλους γνωστό και στους νέους ακόμη όπως τους τα λένε οι γονείς τους. Τα χωριά δεν υπέφεραν τόσον όσον οι πόλεις. Στα χωριά λίγες οικογένειες από το κάθε χωριό, αλλά δεν πέθανε κανείς.
Με την ευκαιρία της ανωμαλίας βγήκαν και ληστές. Μία ομάδα από πέντε άτομα δρούσε από Καστανιά Καλαμπάκας έως το Μέτσοβο Ιωαννίνων. Οι δύο αδελφοί Μπαμπάνα αρβανιτόβλαχοι, ένας Μούσιος από τη Καστανιά Καλαμπάκας. Ήταν γαμπρός στην Καστανιά καταγόταν από την περιφέρεια Σαμαρίνας Γρεβενών και ένας από τη μεγάλη Κερασιά Καλαμπάκας το όνομά του Ζήκος. Αυτός ήταν πολύ καλός άνθρωπος όπως το λέει το χωριό του, ίσως τον παρέσυραν για να ζήσει τα παιδιά του. Ενώ ήταν ένας καλός οικογενειάρχης και σήμερα τα παιδιά του είναι υπόδειγμα της κοινωνίας.
Ο δε Μούσιος το '42 φθινόπωρο ήρθε στο σπίτι μου δεν τον γνώριζα. Ακούσαμε πως βγήκαν κλέφτες όταν τον είδα θηρίο ανδρός υποψιάστηκα. Μου είπε πως είναι από την Καστανιά και λέγεται Μούσιος. Μου λέγει έχω την οικογένεια κλεισμένη και θέλω να μου δώσεις σιτάρι, καλαμπόκι ότι έχεις και θα σου το πληρώσω. Δεν έχω πολύ αλλά απ' αυτό που έχω θα δώσω και σένα. Του έδωσα περί της 10 οκιές σιτάρι και καλαμπόκι. Έβγαλε κάτι ασημικά να μου δώσει, δεν γνωρίζω τι ήταν και αν είχαν αξία. Του λέγω δεν παίρνω ούτε χρυσαφικά, ούτε λεφτά δεν έχω πάρει από κανένα μέχρι τώρα. Του έδωσα έφαγε, έμεινε ευχαριστημένος έφυγε.
Στο παρακάτω κεφάλαιο θα γράψω πως πιάστηκαν και πως εκτελέστηκαν.