Ο εμφύλιος αρχίζει
Οκτώβρης’46 – Γενάρης’47
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο δεν ενθυμούμαι καλά, στην Οξύνεια βγήκε ένας λόχος με λοχαγό τον Βούρδα. Έδωσε διαταγή στα χωριά όσοι φυγοδικούν να έρθουν να παρουσιαστούν και δεν έχει να τους πειράξει κανένας. Που να δώσεις εμπιστοσύνη.
Για να μην κατηγορούν όλο εμένα, πήρα την απόφαση να παρουσιασθώ. Πήγα στην Οξύνεια παρουσιάσθηκα στο λοχαγό. Τα είπαμε.
Μου λέγει κάθισε ήσυχα και δεν πρόκειται να σε πειράξει κανένας. Του είπα δεν έχω καμία όρεξη για νέες περιπέτειες, αλλά εγώ έχω δύο μεγάλους εχθρούς, το Γεώργιο Αθανασούλα και τον Ηρακλή Παπαθανασιάδη δικηγόρο. Εάν πέσω στα χέρια τους θα με εξοντώσουν.
Το βεβαίωσαν και οι Οξυνιώτες, ο παπάς, ο Αγγελος Μπλούτσος, ο Γιάννης Γραμματικός, ο Κων/νος Μάνος, ότι τον κυνηγούν πραγματικά.
Στην Οξύνιεα γίνονταν ένας γάμος του Γεωργίου Λάμπρου. Μας προσκάλεσαν πήγαμε με την γυναίκα μου, ήταν και ο Βούρδας. Συζητήσαμε. Μου είπε:
-Να στείλω δύο στρατιώτες να σε συλλάβουν και να σε στείλουν συνοδεία μέχρι τα Τρίκαλα και από εκεί να φύγεις. Πήγαινε στην Αθήνα.
-Αν με πάρουν είδηση ο Αθανασούλας με τον Παπαθανασιάδη, την τιμωρία που θα μου κάμουν μόνον.
-Τότε έλα να σε οπλίσω στην ομάδα, λέγει ο Γιάννης Γραμματικός. Α! να ερχόταν ο Μήτσιος.
Πρώτον το να έπαιρνα όπλο το θεώρησα προδοσία ποιόν να πολεμήσω; και δεύτερον όπως και να είχαν τα πράγματα αυτοί θα με συλλάμβαναν. Είχαν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Τους είπα θα το σκεφτώ. Δεν αποφάσισα ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Παρά την παράκληση του παπά Μπατζογιάννη, Ηλία Δουρούση που κάμανε στον Αθανασούλα - Παπαθανασιάδη, ότι αυτός σας έσωσε και μας μαζί, όχι δεν πρέπει να τον κυνηγούμε, αλλά να τον λατρεύουμε, δεν δέχονταν καμιά συζήτηση και ιδιαίτερα η γυναίκα του Παπαθανασιάδη, Νίτσα.
Οι αντάρτες άρχισαν τα χτυπήματα. Σταθμούς Χωροφυλακής, Στρατό. Στο Αγιόφυλλο ήρθε μία δύναμη ανταρτών, ο λόχος από την Οξύνεια πήγε προς καταδίωξη των ανταρτών πήραν και ανθρώπους με τα ζώα από Σταγιάδες, Αγνατιά. Το δικό μου ζώο πήραν, το παιδί μου Νίκο ήταν 12 ετών. Οι αντάρτες είχαν καταλάβει τα υψώματα Αγιοφύλλου. Ήρθαν σε επαφή στρατός αντάρτες, άρχισε η μάχη τα ακούγαμε. Όλμοι, πυροβολισμοί, οι αντάρτες υποχώρησαν προς το χωριό άνοιξη Γρεβενών. Τμήμα ανταρτών γύρισε από τα πλάγια προς παγίδευση.
Ήρθαν το άλλο βράδυ στην Αγνατιά. Εκεί σκότωσαν το παιδί του Κώστα Παπαδόπουλου. Το παιδάκι αυτό είχε απολυθεί από στρατιώτης και ήρθε στην Οξύνιεα. Ο δε πατέρας Κώστας είχε πάρει όπλο και ήταν στο λόχο. Το παιδί του δεν το πήρε κοντά του, αλλά του είπε να πάει στο χωριό. Την επομένη το απόγευμα πήγαινε για το χωριό του, Αγνατιά. Ο παπάς Μέμτσος Αθαν., δεν γνωρίζω από που το έμαθε ότι αντάρτες έρχονται προς το χωριό τους. Με το παιδί του Παπαδόπουλου συναντήθηκαν στον δρόμο, τον Νίκο, δεν του μαρτύρησε να γυρίσει πίσω. Οι αντάρτες είχαν στολές στρατιωτικές. Έμοιαζαν σαν στρατός και στην Αγνατιά έκαμαν ότι ήταν στρατός και μιλούσαν κατά των ανταρτών. Το πως πιάστηκε το παιδί, κατά μία πληροφορία, επειδή άκουσε στρατό βγήκε μόνο του και έλεγε κατά των ανταρτών, κατά άλλη πληροφορία ότι το πήραν από το σπίτι και το εκτέλεσαν με απάνθρωπο τρόπο. Εγώ και κάτι άλλοι από το χωριό βγήκαμε την νύχτα απάνω από το χωριό. Ακούγαμε τους πυροβολισμούς στο χωριό Αγνατιά. Το πρωί κατεβήκαμε στο χωριό. Μαθαίνουμε, μου το είπε ο Βαγγέλης Αγγέλης, ότι απόψε στο χωριό Αγνατιά οι αντάρτες σκότωσαν το παιδί του Παπαδόπουλου. Γιατί δεν γνωρίζαμε αν ήταν στρατός στην Αγνατιά ή αντάρτες.
- Τώρα Βαγγελάκο θα σφαγούμε αναμεταξύ μας.
Εγώ ανησυχούσα για το παιδί. Ο Στράτος γύρισε προς την Οξύνιεα. Μάθανε για το παιδί του Παπαδόπουλου και δεν είπαν τίποτε. Όταν έφτασε στην Οξύνεια, γιατί η οικογένεια του Παπαδόπουλου το πρωί εκείνη την ημέρα κατέβηκαν στην Οξύνεια, βλέπει γυναίκα και κόρη να κλαιν, του είπαν μας σκότωσαν το παιδί το Γιώργο. Ο Παπαδόπουλος έγινε έξω φρενών, ο λόχος καταυλίσθηκε απάνω από το χωριό Οξύνεια. Βγήκε ο Παπαδόπουλος, το παιδί το δικό μου και ένα από την Αγνατιά, του Καλλίνικου καθόντουσαν μαζί κάτω από ένα κλαρί διότι έβρεχε. Γυρίζει το όπλο κατά των παιδιών. Τον εμποδίζει κάποιος βρε είναι του Ράπτη το παιδί, γυρίζει στο άλλο παιδί του Καλλίνικου και το σκοτώνει. Τρόμαζε το παιδί μου. Τον έπιασαν και τον αφόπλισαν, εάν του άφηναν το όπλο πόσους θα σκότωνε; Διότι βρισκόταν εκτός εαυτού. Κόψαμε επαφή με το στρατό -περισσότερο από φόβο του Κώστα Παπαδόπουλου-.
Ο στρατός ο Λόχος από την Οξύνεια έφυγε κατά τον μήνα Γενάρη 1947. Το αντάρτικο όσο έπαιρνε και δυνάμωνε.
Στο χωριό Αχλαδιές Καλ/κας έγινε ένα συνέδριο με κάλεσαν να παραβρεθώ και εγώ. Βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών. Πήγα. Τα θέματα ήταν να αντιμετωπίσουμε τις ξένες και ντόπιες δυνάμεις, πως θα ξεσηκώσουμε το λαό. Αν και στρατολόγοι είναι αυτοί οι ίδιοι. Μπαίνουν οι λεγεωνάροι αυτοί που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή δέρνουν και ατιμάζουν και πολλά άλλα.
Ιωάννης Αγγέλης Κακοπλεύρι
Μετά την εγκατάλειψη του στρατού από την Οξύνεια τον Γενάρη '47, μαζί με τον στρατό έφυγαν προς Καλ/κα διάφοροι που είχαν φόβο από τους αντάρτες. Ενθυμούμαι ο ιερεύς του χωριού παπα-Θωμάς και ο Δάσκαλος Πούλιος. Σε όλα τα χωριά είχαν γίνει αυτοάμυνες. Οι υπεύθυνοι χωρίς να σκεφτούν καλά τον πήραν ψηλά τον αμανέ. Θεώρησαν πως ελευθερώθηκε η περιφέρεια και άρχισαν τα ίδια. Ο παπα-Θωμάς αν και δεν γνωρίζω αν είχε επιβαρυντικά, όταν έφυγε είχε βγάλει τα πράγματα από το σπίτι του, επειδή τον Γιάννη Αγγέλη τον είχαν γαμπρό από αδελφή. Έπεισαν τον άνθρωπο και τον φοβέρισαν να παραδώσει τα πράγματα του παπά. Είχε έρθει μια ομάδα αντάρτες με επικεφαλής τον Γαλάνη. Ήταν συγκεντρωμένοι στο σχολείο. Πήγα και εγώ. Άρχισε ο Γιάννης να με παρακαλεί,
- Μήτσιο είμαι άδικα δεν έχω εγώ τα πράγματα. Λέγω στην αυτοάμυνα και στο Γαλάνη.
- Μα τόσο ανόητοι είμαστε; Εφόσον τον έχει γαμπρό ο παπάς είναι δυνατόν να τα πήγε σε αυτόν; Και εφόσον κάνατε έρευνα και δεν τα βρήκατε στο Γιάννη τι τον βασανίζετε τον άνθρωπο; Αλλά και ακόμη να τα έχει τι βγαίνει με αυτό; Ας πούμε ότι τα βρήκατε, τι θα τα κάνετε;
Αφήστε τον άνθρωπο μην τον βασανίζετε. Τι φταίει αυτός ο ταλαίπωρος;
Στέργιος Μάνθος εκ Κακοπλευρίου
Μήνας Μάρτης 1947. Ανταμώσαμε στο Κακοπλεύρι στο χαγιάτι της εκκλησίας Αγ. Νικολάου. Μου έκαμε παράπονο ότι η οργάνωση του χωριού, δεν τον βλέπει με καλό μάτι.. Μου λέγει ότι έχω μία σάλπιγγα και είναι του αδελφού μου Νίκου και μου λεν να την παραδώσω. Ο αδελφός του Νίκος ήταν στρατιώτης, τον είχαν επιστρατεύσει.
- Στέργιο του λέγω, μια σάλπιγγα δεν έχει αξία να την δώσεις. Αλλά η σάλπιγγα δεν είναι η αιτία, σου συνιστώ σαν αδελφικοί φίλοι να σηκωθείς και να φύγεις, να πας στην Καλ/κα. Εγώ βρίσκομαι σε δυσμένεια, δεν μπορώ να σε φυλάξω, να φύγεις.
Μου λέγει, καλά λες να φύγω. Τα πρόβατα τι να τα κάμω; Θα μου τα πάρουν.
Του λέγω, πρόβατα θα κάμεις, Στέργιος δεν γίνεται άλλος.
Μου λέγει, ότι θα την δώσω την σάλπιγγα.
Του λέγω πάλι, η σάλπιγγα δεν είναι αιτία, να φύγεις.
Μου λέγει, που θα πας εσύ τώρα;
-Θα πάω στο χωριό Σταγιάδες.
-Θα πάμε μαζί, μου λέγει. Θα πάω να πάρω τα ζώα και θα ανταμώσουμε στον Άγιο Γιώργη.
Ανταμώσαμε στον Αγ. Γιώργη. Μου λέγει θα πάμε από το μύλο να φορτώσουμε έχω κάτι καρπό για πρόβατα και θα τον πάω στον Βασ. Γάζον. Πήγαμε στον μύλο τον βακούχκο. Φορτώσαμε από εκεί Σταγιάδες. Στο δρόμο λέγαμε τα ίδια. Του επέμενα να φύγεις. Μου έδωσε τον λόγο πως θα φύγει. Από τότε δεν τον ξαναείδα.
Αυτά κάναμε και αυτά βρήκαμε. Ποιος τον κατέδωσε και ποιοι σκοτώθηκαν; Οι έξη που σκοτώθηκαν έφταιγαν όλοι; Ασφαλώς όχι. Ενώ το Κακοπλεύρι δεν είχε ματώσει με την πρώτη επανάσταση. Το φυλάξαμε. Αυτό έπρεπε να γίνει με την δεύτερη επανάσταση.
Όταν εγώ ήμουν στην Οξύνεια κρατούμενος και ήλθε ο αδελφός του Νίκος και μου λέγει που είναι ο αδελφός μου Μήτσιο; Τι να του απαντήσω; Tον πόνεσα. Τι περισσότερο έπρεπε να κάμω; Αυτό που έπρεπε να κάμω το έκαμα.
Από Φεβρουάριο μέχρι Μάιου 1947
Βρισκόμασταν σε μία αγωνία. Ο στρατός οργανωνόταν, το αντάρτικο άρχισε και αυτό να δυναμώνει, ο λαός διστακτικός, ούτε γνώριζε τι να κάμει. Οι ομάδες που ονομάστηκαν ΜΑΔ δρούσαν στα χωριά και συλλαμβάνανε από τις πολιτικές οργανώσεις, τους υπεύθυνους, όσοι ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ, πολλούς επικεφαλείς ήταν σαν οι Σούρληδες, Τσαντούληδες κ.λ.π. Συνεργάτες του κατακτητή, άνθρωποι των Ες Ες. Κακοποιούσαν, ατίμαζαν, λεηλατούσαν και πολλά άλλα. Δεν υπήρχε διάθεση για να ξαναβγεί στο βουνό, δεν το επιθυμούσε για να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Και τι μπορούσες να κάμεις; Και αν το ήθελες να καθίσεις ήσυχος να μην αναμιχθείς, οι άσπονδοι εχθροί ζητούσαν την κεφαλή επί πινάκι. Κοιτάζαμε να αποφύγουμε, φυλαχτήκαμε όσο μπορούσαμε μήπως καμιά διαταγή, όσοι καθίσουν ήσυχοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Ακούγαμε στο τάδε χωριό πιάσανε τους τάδε εκτελέσανε τους τάδε, ο Παπακόφος τους δένει στο άλογο αυτά και τους σέρνει μέχρι θανάτου.
Στις 12 Μαΐου, στέλνουν δύο αντάρτες με ένα έγγραφο να πηγαίνω στο χωριό παλαιά Κουτσούφλιανη, να εξακριβώσω για έναν φόνο που έγινε στο χωριό ονόματι Καραγκούνης. Ήταν χωροφύλακας. Είχε έρθει στο χωριό με άδεια.
Πήγα. Βρίσκω τον υπεύθυνο του χωριού Γιάννη Παπαγιάννη. Τον ρωτώ, γιατί έγινε φόνος.
Μου λέγει ούτε ιδέαν έχω, ήρθαν τη νύχτα τον πήραν από το σπίτι του και τον σκότωσαν.
Ήταν η μάνα του και η γυναίκα του μαυροφορεμένες. Τις ερώτησα πως έγινε. Πως τον πήραν και αν γνώριζαν κανέναν.
Μου λεν ήρθαν τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα δυνατά, τους ανοίξαμε μπήκαν δύο αντάρτες και τον πήραν. Βάλαμε τις φωνές μας λεν μην φωνάζετε θα σας σκοτώσουμε όλους και θα σας κάψουμε μέσα.
Τι μπορούσα να κάμω; Τίποτε. Φεύγω από το χωριό για το άλλο χωριό Νέα Κουτσούφλιανη. Ανάμεσα στα δύο χωριά ήταν ένα νεροπρίονο και περί τους 20 εργάτες του χωριού.
Νέα Κουτσούφλιανη
Μόλις με είδαν με γνώρισαν, όλοι μου λεν, θα σε έχουμε εδώ πάλι;
- Δε το φαντάζουμε , αλλά ένα έχω να σας πω. Τώρα είναι χειρότερα από το προηγούμενο αντάρτικο. Προσέχετε να είστε αγαπημένοι και να αφήστε τα προσωπικά πάθη, Βλέπετε τι έγινε στο άλλο χωριό;
Οι άνθρωποι φυσικά ευχαριστήθηκαν με αυτά που τους είπα. Έφτασα στο άλλο χωριό. Ερημιά, άλλοι είχαν φύγει για την Καλαμπάκα και άλλοι ήταν στις δουλειές τους. Δε βρήκα κανένα από τους φίλους μου. Το βράδυ πήγα στο σπίτι του Χρήστου Κοντομήτρου που είχα πριν στο τμήμα. Με υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά. Ξημέρωσε.
Έρχονται δυο αντάρτες. μου λεν εσύ ο Ράπτης, να έρθεις στο σχολείο σε θέλει ο καπετάνιος.
Πήγα στο σχολείο. Ήταν περί τους 15. Ο αρχηγός ένα σιχαμερό υποκείμενο και μου μίλησε με αγένεια.
- Εσύ είσαι ο Ράπτης;
- Ναι, του λέω, δε σε γεμίζω το μάτι;
- Δε μου λες, τι είπες χθες το βράδυ στους εργάτες στο πριόνι;
- Είπα αυτά που σου είπαν.
Κατάλαβα πως ο Ζιώγος και Μουχίκας βρήκαν την ευκαιρία για εκδίκηση.
-Είσαι κρατούμενος, μου λέει.
Συνοδεία από κει στον Κορυδαλλό. Στο κάθε χωριό με αποκαλούσαν προδότη και κατάσκοπο. Όλοι οι γνωστοί μου και φίλοι παραξενεύτηκαν. Ο Ράπτης προδότης: Περάσαμε από την Πεύκη, τα ίδια, από κει Κακοπλεύρι και Σταγιάδες. Το βράδυ μείναμε στην Αγναντιά και την άλλη μέρα στο Αγιόφυλλο. Στο Αγιόφυλλο ήταν αντάρτες και η περιφερειακή του κόμματος Καλαμπάκας. Ο Γραμματέας Χρήστος Μπλούτσος, δάσκαλος μου αναγγέλλει την απόφαση του δικαστηρίου:
- Άκουσε Ράπτη... για σένα υπάρχουν δυο δρόμοι, ένας προς Καλαμπάκα και ο άλλος προς τα βουνά.
Του λέγω, δάσκαλε όπως φαίνονται τα πράγματα θα φαγωθούμε αναμεταξύ μας. Εν πάση περιπτώσει, του λέω, αν θα μπορούσα να πάω προς τα κάτω θα το έκανα σ’ αυτά τα δυο χρόνια. Άκουσε, του λέω, θα πάω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου για τελευταία φορά.
- Να πας μου λέει.
Έφυγα από το Αγιόφυλλο και έφτασα στην Αγναντιά. Οι αντάρτες έκαναν επιστράτευση στο χωριό. Ο στρατός είχε ξεκινήσει από όλα τα σημεία για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, από Καλαμπάκα προς Γρεβενά και από Μέτσοβο προς Γιάννενα. Οι επιστρατευμένοι ήταν περίπου 30. Ο στρατός είχε ήδη βγει έξω από την Οξύνεια στη θέση Τσούμα του Καλόγερου και πυροβολούσαν. Δεν ήταν δυνατόν να πηγαίνω στην οικογένειά μου και έφυγα με τους Αγναντιώτες. Αργότερα στο δικαστήριο με κατηγόρησαν πως εγώ έκανα την επιστράτευση στην Αγναντιά.
Φεύγουμε όλη την νύχτα από Κηπυργιό.
Μαζί μας ξεκινούσαν και οικογένειες οι οποίες φοβόταν να μείνουν. Ξημερώσαμε στο Τσιοτύλη στο βουνό Ορλιάκα. Ήμασταν καταβεβλημένοι μέσα στο δάσος. Κατά τις 10 η ώρα π.μ. φτάσανε τα αεροπλάνα από πάνω από τα κεφάλια, βομβάρδιζαν. Εκεί έγραψα το ημερολόγιό μου. Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε προς Πεντάλοφο. Μας πήρε η μέρα πολύ μακριά από το Πεντάλοφο. Πέσαμε σε φυλάκια στρατού. Δεν μας χτύπησαν για λόγους που ήταν γυναικόπαιδα ή δεν είχαν διαταγή. Το απόγευμα στο Πεντάλοφο. Μείναμε το βράδυ εκεί. Την άλλη ημέρα στο Επταχώρι, από εκεί στα σύνορα Ελλάδος Σερβίας. Εκεί μείναμε σε ένα χωριό Κυψέλη.
Το αντάρτικο είχε σχεδόν διαλυθεί. Εκεί έγινε ανασυγκρότηση, διμοιρίες, λόχοι, τάγματα κ.λ.π. Εκεί στην Κυψέλη παρ' ολίγο να έχουμε θύμα τον Γιάννη Κοντογιάννη από Αγνατιά. Για μια αφελή λέξη. Από τα χωριά αυτά τα γύρω παίρναμε τρόφιμα, ζώα κ.λ.π.
Ο Γιάννης είπε ότι όταν σφάζανε ένα ωραίο δαμάλι, ποιος κακομοίρης θα το κλαίει τέτοιο περήφανο ζώο;
Τον άκουσαν οι αντάρτες, τα είπαν πως αυτός μας κατηγόρησε πως παίρνουμε ζώα και τα σφάζουμε από τους ιδιοκτήτες, είναι αντιδραστικός σκότωμα. Εδώ σκοτώνεται ο λαός και το δαμάλι λυπήθηκε;
Το παίρνω είδηση. Λέγω, μην τον παρεξηγείτε αυτός δεν κατάλαβε τι είπαν, και επειδή είναι κτηνοτρόφος το είπε χαζομάρα του. (Δηλαδή πως να το πω, με λίγα λόγια κινδύνεψε).
Οπλιστήκαμε με όπλα διότι ήμασταν πολλοί άοπλοι. Πήγαμε νύχτα στο Σερβικό έδαφος σε μία πεδιάδα. Εκεί ήταν σωρός όπλα από όλμους μέχρι ραβίδες και όλα καινουργή και εγγλέζικα. Εφόσον οπλιστήκαμε και έγιναν όλα λόχοι, τάγματα κ.λ.π. έγινε ο καταμερισμός τους τομείς στο κάθε τάγμα. Εμείς Αγνατιώτες και γω πέσαμε στο τάγμα με ταγματάρχη Μάγκου και καπετάνιο τον Γιωτόπουλο.
Ο Μάγκος από τα Σέρβια Κοζάνης ο δε Γιωτόπουλος από τα Γιάννενα ήταν του Αρχηγείου Ιωαννίνων, του καπετάν Πετρίτη. Το τάγμα το δικό μας το απέσπασαν στο Αρχηγείο Ιωαννίνων.
Στο χωριό «Επταχώρι Πυρσόγιαννης»
Από το χωριό Κυψέλη φύγαμε προς τους τομείς. Ξεκινήσαμε φτάσαμε στο Επταχώρι με βροχή. Εκεί ήταν άλλοι αντάρτες. Μας συγκέντρωσαν όλους γύρω από το σχολείο του χωριού. Εκεί γίνονταν ανταρτοδικείο, κατηγορούνταν δύο αντάρτες για λιποταξία, οι Ευάγγελος Μπαλάφας εκ Κριτσινιάς Τρικάλων και Βασ. Κοκόνης, πατριώτες. Τους δίκασαν σε θάνατο. Ο δε Μπαλάφας σε θάνατον με αναστολή, ο δε Κοκόνης να εκτελεστεί άμεσα.
Βρισκόμουν έξω δεξιά από την αυλόπορτα του σχολείου. Ένας αντάρτης καθόταν όρθιος στην πόρτα, και όπως έβγαναν τον Κοκόνη, αυτός είχε το μαχαίρι κάτω από την κάπα του, τον κοπανά από πίσω με το μαχαίρι. Ωχ! μια φωνή και δεύτερη τρίτη. Στα είκοσι μέτρα τον εκτέλεσαν στα μάτια όλων των ανταρτών.