Παράδοση και βασανιστήρια
Στην Αγνατιά
Δεν κατεβήκαμε στην Οξύνεια. Ο Κωστάκης Τριαχάνος πήγε στην Αγνατιά για να ετοιμάσει την υποδοχή μου. Να πει τους παθόντες για να με κακοποιήσουν. Όταν είπαν θα πάμε από την Αγνατιά κατάλαβα με παν για σκότωμα, πάντως από τον Κώστα Παπαδόπουλο.
Φτάσαμε στο χωριό, ο κόσμος είχε βγει όλος στο δρόμο, από την άκρη του χωριού μέχρι την πλατεία και περισσότερο γυναίκες. Ουδένας ή ουδεμία είπαν μία κουβέντα σε βάρος μου. Όταν φτάσαμε στην πλατεία στην εκκλησία κάθισα στο πεζούλι μαζί μου και η γυναίκα μου. Βάζουν δύο γυναίκες και με πετροβόλησαν στο κεφάλι. Ήταν η Χριστίνα Τσίτου, τον άνδρα της τον σκότωσαν Χρήστον Τσίτα, όπως γράφω παραπάνω και η Ζήσηνα Λιόβα. Αυτής ο άνδρας ήταν αντάρτης και φώναζε που τον πήγες τον άνδρα μου κ.λ.π.
Ο Ασύρματος δούλευε με το τάγμα Αγιόφυλλου και με την ταξιαρχία Καλ/κας όπως μου τα είπαν. Το τάγμα ζητούσε να με παν εκεί. Η ταξιαρχία να με παν εκεί ζωντανό. Έγινε της ταξιαρχίας, ο ταξίαρχος Μπλούμης.
Ο Αθανάσιος Τζίκας είδε τις γυναίκες να πετροβολούν. Τις λέγει φύγετε βρωμιάρες. Αυτός που μας φύλαξε, αν δεν ήταν και αυτός θα είχαμε σκοτωθεί όλοι.
Στην Οξύνεια
Το βράδυ φτάσαμε στην Οξύνεια. Με κράτησε στο σπίτι του ο Αγγελος Μπλούτσος. Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Γέμισε από Μάηδες από τα γύρω χωριά. Δεν έκαμαν καμιά χειρονομία. Το μόνο που επέμεναν να με βγάλουν έξω. Μόνον δύο μου είπαν, ο Νίκος Μάνθος που σκότωσαν τον αδελφό του Στέργιου. Μου είπαν που είναι ο αδελφός μου. Του λέγω μην έχεις κανένα παράπονο από μένα.
Εν τω μεταξύ είχαν σκοτώσει έξη Κακοπλευρίτες, Αθανάσιο Ζήση, Γεώργιο Πούλιο, Μάνθο Νούλα, Βασίλειο Μπακάλη, Νικόλαο Μπακάλη και Γιαννούλα Γιαννούλα. Όλοι νέα παιδιά.
Το απόγευμα ήρθε ο Αθανασούλας με μια ομάδα Μάηδες, όχι πατριώτες, ήταν από Βανακούλια και Κερασιά Μουργκάνι.
Λέγει στον Αγγελο Μπλούτσο, θέλουμε να δούμε τον καπετάνιο.
Μου λέγει ο Αγγελος, σε θέλει ο Αθανασούλας. Του λέγω δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με αυτόν.
Του είπε πως δεν θέλει να έρθει.
Τότε επέμενε. Ο Άγγελο είχε μαγαζί. Πηγαίνουμε στο μαγαζί. Μόλις με βλέπει ο Αθανασούλας:
- Έλα καπετάνιε εσύ που στρίβεις το μαχαίρι στην καρδιά.
-Πες ότι θέλεις τώρα εκείνο που δεν έκαμα εγώ κάμε το εσύ.
Λέγει στον Άγγελο:
-Δώτον ένα τσίπουρο.
Απαράδεκτο το τσίπουρό σας, το φέρανε δεν το έπιασα στα χέρια μου ούτε ήπια.
Τώρα λέγει τον Άγγελο θέλουμε να μας τον παραδώσεις, να τον πάμε στο Αγιόφυλλο για ανάκριση.
Λέγει ο Άγγελος, δεν είναι δουλειά δική μου. Ας έρθει ο λοχαγός.
Ο Σωτήριος Παζαίτης από την Κερασιά, κατάλαβε ότι τους έφερε για μένα. Σηκώνεται απάνω και λέγει:
-Δεν μου λες Αθανασούλα γι' αυτό μας έφερες εδώ για να σκοτώσουμε τον Ράπτη; Όποιος τολμήσει και βάλει χέρι στον Ράπτη θα γίνει Τέξας.
Σηκώνεται ο Ευάγγελος Ταμπούρας χωριανός του Παζαίτη παλιός ληστής, εκείνος προτείνει και το όπλο μην τολμήσει κανένας θα γίνει Τέξας, μας έφερε εδώ εμάς ο Αθανασούλας να σκοτώσουμε τον Ράπτη. Γιατί δεν έπαιρνε από τα χωριά του και έφερε εμάς.
-Έξω όλοι γρήγορα.
Πρώτος ο Αθανασούλας έξω. Έφυγε άπρακτος ο Αθανασούλας. Ο τύπος έγραφε συνέχεια. Συνελήφθη ο καπετάν Ράπτης ή Τσάκαλος. Στον τύπο τα έδινε ο Παπαθανασιάδης.Με έκαμαν μεγάλο όπου δεν ήμουν.
Δεν κατόρθωσε ο Αθανασούλας να παρασύρει από τα δικά μας χωριά, όπως μου τα έλεγε ο Άγγελος. Θα σε στείλουμε στην Καλαμπάκα, διότι η ταξιαρχία ζητά να σε πάμε ζωντανό και θα πας συνοδεία με τον Ηλία Δουρούση.
Προς Καλαμπάκα
Με παραλαμβάνει ο Ηλίας με ένα τζιπ. Ο οδηγός, εγώ και ο Ηλίας. Φεύγουμε από Οξύνεια. Φτάνουμε στο Μουργκάνι, υποδοχή να σταματήσουν το αυτοκίνητο. Λέγει ο Ηλίας στον οδηγό μη σταματάς φύγε, πυροβολάν το αυτοκίνητο.
Ο Ηλίας ίσως φοβήθηκε, σταμάτησαν. Ήταν ένας μαύρος από το χωριό Ελάφι, Καστανιάς Αθαν. Εκείνος προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα να με βγάλει έξω. Ο Ηλίας αντιδρούσε, έχω διαταγή να τον παραδώσω στο Ταξιαρχείο. Τέλος παραιτήθηκε.
Ήταν πολλοί δικοί μας παρακολουθούσαν περνώντας. Γνώρισα τον παπά από το Αγιόφυλλο, αρματωμένος γκραντ, όσο κοίταζαν ήταν και άλλοι παπάδες δεν θέλω να τους ονομάσω.
Δεύτερη υποδοχή
Φτάσαμε στον Αηλιά. Εκεί πολλοί συγκεντρωμένοι. Ήταν και ο χωριανός Χρήστος Αγγελής από το Κακοπλεύρι χωροφύλακας. Έλα καπετάνιε, ανοίγουν την πόρτα του αυτοκινήτου, αυτός και ένας νωματάρχης με τραβούσαν να με βγάλουν έξω. Ο κόσμος στριμωχνόταν να δουν τον “Μεγάλο Καπετάνιο”.
Ο Ηλίας διαμαρτυρόταν. Λέγει ο Ενωμοτάρχης άστον να τον κάνουμε κομμάτια, όπου να πας δεν θα γλιτώσεις. Από τον Αηλιά μέχρι την Ταξιαρχία, από την μια μεριά και από την άλλη του δρόμου σαν να γινόταν παρέλαση, να δουν το “βασιλιά”. Πολλοί από τα χωριά ως επί τον πλείστον γυναικόπαιδα έσκυβαν τα κεφάλια να δουν τι να δουν. Αυτά όλα οργανωμένα από τον Αθανασούλα.
Στην Ταξιαρχία
Κατεβήκαμε, ο Ηλίας πήγε στο Α2 να παραδώσει τα χαρτιά. Εγώ έμεινα όρθιος, έρχεται ένας φαντάρος, εσύ βρε σκοτώνεις τα Κρητικόπουλα; Μου δίνει μια σφαλιάρα, τον πιάνουν άλλοι στρατιώτες τον διώχνουν. Διέταξε ο ταξιάρχης την φρουρά και να μην τον πειράξει κανένας. Το Δουρούση τον έχασα.
Με καλούν στο Α2 λοχαγός Γκινήσης, όπως έμπαινα στην πόρτα ήταν γραφιάδες. Πρώτος ήταν ο Νικόλαος Αθανασούλας.
- Τώρα θα τα πληρώσεις όλα, μου λέγει.
- Το έχω πάρει απόφαση, του λέω.
Με πήγαν στο γραφείο του Γκινήση. Άρχισε και εκείνος απειλές και βρισιές.
Μου πήραν τα στοιχεία. Το βραδάκι με καλεί ο ταξιάρχης Δημ. Μπλούμης. Με δέχθηκε με ένα γελαστό ύφος. Μου λέγει κάθισε.
-Άκουσε κύριε Ράπτη, θα τα πούμε καθαρά και ξάστερα. Τέτοιοι άνθρωποι σαν και εσένα δεν πρέπει να χάνονται, η κοινωνία έχει ανάγκη από ανθρώπους σαν και εσένα. Θέλω όμως να μου πεις την αλήθεια. Εάν γνωρίζεις τίποτε αποθήκες με όπλα και τι άλλο γνωρίζεις. Αυτό θα σε ελαφρύνει πολύ.
-Αγαπητέ μου Ταξίαρχε, θα σας μιλήσω όλη την αλήθεια. Στο διάστημα μετά τις παραδόσεις των όπλων απέφευγα να αναμιχθώ σε δεύτερη περιπέτεια. Και αν ο μεγάλος και άσπονδος εχθρός μου Αθανασούλας που έκαμε επιδρομές να με συλλάβει, δεν θα καθόμουν στο χωριό. Και βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών. Τώρα τελευταία συνελήφθηκα από τους αντάρτες και πέρασα και ανταρτοδικείο στο Αγιόφυλλο. Και η απόφαση ήταν, για σένα δύο δρόμοι υπάρχουν ή απάνω ή κάτω. Τι έπρεπε να κάμω; Εάν έλεγα για κάτω θα με εκτελούσαν. Θέλοντας και μη ακολούθησα, κατόπιν βίας.
Έφυγα 17 Μαΐου σήμερα 20 Ιουνίου ένα μήνα. Δεν μου άρεσε ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Έφυγα από τα σύνορα της Αλβανίας, για να φτάσω εδώ στο χωριό μου, δώδεκα ημέρες ταλαιπωρία. Να μην πέσω στους Μάηδες, να μην πέσω στους αντάρτες.
Έφερα το παράδειγμα του Βαγγέλη Μπαλάφα, Κοκόνη. Αν θέλετε να ρωτήσετε κε Ταξίαρχε όλη την περιφέρεια, ρωτείστε τα χωριά Κουτσούφλιανη, Μαλακάσι με Καστανιά ή και την δική μου περιφέρεια πλην τους μεγάλους μου εχθρούς και προπολεμικούς, που έβαλαν να με δολοφονήσουν.
-Έχω μάθει πολλά καλά για σένα, γι' αυτό θέλω να σε σώσω.
Ώστε από όπλα δεν γνωρίζεις;
- Δεν γνωρίζω, όταν φύγαμε για το βουνό ήμασταν άοπλοι, μας όπλισαν στα σύνορα της Σερβίας. Στο χωριό Κυψέλη ένα βράδυ πήγαμε στο Σερβικό έδαφος. Ήταν μια πεδιάδα γύρω δάσος εκεί ήταν σωρός από όπλα όλων των τύπων. Όλα προέλευσης Αγγλίας καινουργή.
Φωνάζει έναν λοχαγό. Δεν θα τον πάτε στο στρατόπεδο θα τον κλείσετε στο τάδε μέρος. Δε θα επιτρέπετε σε κανέναν να τον επισκεπτεί, εκτός δικής μου αδείας. Συσσίτιο θα του δίνετε από την λέσχη αξιωματικών.
- Φρουρούς να βάλεις καλά παιδιά. Πήγαινε μου λέγει και θα δούμε τι θα γίνει.
Με έκλεισαν σε ένα ημιυπόγειο. Εκεί ήταν και κοτόπουλα. Εάν με πήγαιναν στο Στρατόπεδο όπως έμαθα αργότερα από άλλους κρατούμενους είχαν βάλει στην πόρτα δύο δήμιους να αρχίσουν να με εκτελέσουν. Με τα πιο φρικτά βασανιστήρια να ικανοποιηθούν οι πόθοι των εχθρών. Το υπόγειο ήταν υγρό και διέταξε ο ταξιάρχης να με βγάζουν έξω στον ήλιο.
Περνά ένας ταγματάρχης, εγώ μου λέγει έχω τόσα χρόνια να γίνω ταγματάρχης και συ που τα βρήκες τα γαλόνια ταγματάρχη; ποιος στα έδωσε ο Λαϊκός Στρατός;
Με αρχίζει στις κλωτσιές, λέγει στους σκοπούς κλείστε τον μέσα. Μα έχουμε διαταγή από τον ταξίαρχο. Με βουτά αυτός από τα μανίκια με σπρώχνει μέσα. Πήγαν τα παιδιά τα ανέφεραν στον Ταξίαρχο. Διατάζει να τον βγάλετε έξω και να μην αφήνετε να πλησιάσει κανένας.
Ένα βράδυ διατάζει να με παν στο γραφείο του. Μου λέγει κάνω ότι είναι δυνατόν να σε σώσω, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Αύριο το απόγευμα θα πάμε στο Καστράκι και θα μιλήσεις. Μετά από εκεί θα έρθουμε εδώ και θα μιλήσεις στην Καλ/κα (βγάλτε συμπέρασμα σε ποια κατάσταση βρισκόμουν και γράφτε στο βιβλίο καλώς ή κακώς). Με πήγαν στο Καστράκι. Ήταν και ο ταξίαρχος στο ίδιο αυτοκίνητο. Τον κόσμο τον είχαν συγκεντρωμένο.
Μίλησα.
Εκτός αυτού με χειροκρότησαν.
Στην Καλαμπάκα
Μαζί με τον Ταξίαρχο εκεί ήταν πάρα πολύς λαός. Μίλησα πέρα από εκεί χειροκροτήματα.
Ασφαλώς έχετε την απορία να μάθετε τι είπα, έγινα προδότης. Δεν έγινα προδότης.
Αυτοί που διοικούσαν αυτοί ήταν προδότες. Αυτοί πρόδωσαν τον Ελληνικό λαό, όταν στα χέρια μας είχαμε 80.000 ελασίτες και 120.000 εφεδροελασίτες και μας παρέδωσαν στα ντόπια στα Ραλικά Τάγματα στους συνεργάτες του κατακτητή και στα Αγγλικά στρατεύματα του Σκόμπη. Αυτοί εξόντωσαν τον μέγα Έλληνα πατριώτη Άρη.
Εάν πήραμε το όπλο το πήραμε από εθνικό σκοπό και μας παρέδωσαν σαν αιχμαλώτους.
Μετά την παράδοση άρχισε το κυνηγητό και οι δολοφονίες. Όταν ο Αρης είπε ή τώρα ή ποτέ. Εάν στον λόγο είπα ότι ο αγώνας δεν είναι ελληνικός, είναι ξενοκίνητος, από απελευθερωτικός έγινε κατοχικός. Στο διάστημα το μικρό που παρέμενα και αντάρτης συμμορίτης όπως τον ονόμασα, είδα κατάλαβα που υπήρχε αναρχία κατά στελεχών.
Όταν ο Μάγκος Ταγματάρχης, ο Γιωτόπουλος μέλος του Αρχηγείου Ιωαννίνων παραδίδουν ολόκληρο τάγμα και να καλούν δια προκηρύξεων να παραδοθούν διότι αυτός ο αγώνας είναι αγών ξενοκίνητος, γυρίστε παιδιά στις αγκαλιές της πατρίδας. Εάν δεν εγράφησαν θα γραφτούν και θα διαπιστώσετε την πραγματική αλήθεια.
Τα ικανά στελέχη τα παραμέριζαν ή τα δολοφονούσαν όπως τον Άρη και άλλους πολλούς. (Εφόσον στην συμφωνία της Βάρκιζας ούτε αμνηστία δεν ζήτησαν και υπέγραψαν την καταδίκη όλων των αγωνιστών). Ο Αδαμάντιος Καφαντάρης διαφώνησε γρήγορα ο δε αδελφός του Νικηταράς Καφαντάρης πιστός, έβριζε τον αδελφό του Αδαμάντιο και αυτός εδολοφονήθη.
Ο παπάς Πούλιος Αθαν. από Αγιόφυλλο. Ο πρώτος καπετάνιος και πρώτος στην μάχη της Οξύνειας. Ήρθε στο κρατητήριο στην Καλ/κα. Έρχεται στο παράθυρο οπλισμένος με ερωτά ειρωνικά, μήπως είστε ο συναγωνιστής Ράπτης;
-Ευχαριστώ παπά εσύ τι λες εγώ είμαι;
Έφυγε χωρίς άλλη απάντηση.
Μεταγωγή μου εις Τρίκαλα
Με καλεί ο Ταξίαρχος. Μου λέγει τα χαρτιά που έκαμα είναι απαλλαχτικά ούτε στρατοδικείο θα περάσεις.
Φτάσαμε στα Τρίκαλα, στο ξενοδοχείο Πανελλήνιο ήταν η Μεραρχία. Ανεβαίνουμε στο δεύτερο πάτωμα. Στον διάδρομο συναντούμε τον Ηρακλή Παπαθανασιάδη.
Μόλις με είδε, ακόμη στα πόδια σε έχουν;
Του απαντώ εγώ φταίω επειδή δε σας καθάρισα.
Στο γραφείο του Α2 ήταν ο Στρατηγός Στραβόλυμπος. Παραδίδουν τα χαρτιά ο συνοδός μου Ανθυπολοχαγός. Αυτός χαιρέτησε και έφυγε. Τα πήρε ο στρατηγός τα διάβασε, σηκώνει το κεφάλι και με κοιτά. Μου λέγει εσύ πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος, τα όσα βλέπω τα γραπτά από την ταξιαρχία. Πότε και πόσα χρόνια είσαι κομμουνιστής;
- Ούτε ήμουν ούτε και τώρα είμαι. Τον είδα χάρηκε.
Μη φοβάσαι στρατοδικείο δεν περνάς, αλλά θα καθίσεις περίπου δυο τρεις μήνες και θα σε τακτοποιήσω στον λόχο Στρατηγείου. Θα είσαι ελεύθερος την ημέρα, το βράδυ θα πας για ύπνο.
Με έστειλε στους στρατώνες ήταν και άλλοι κρατούμενοι ιδίως νεαρά παιδιά. Έβγαινα έξω στα Τρίκαλα πήγαινα κάπου κάπου στον κουνιάδο μου στο γραφείο.
Με βλέπει ο Αντώνης Δερβέναγας Δ/ντής ήταν τότε δεν ξέρω. Μου λέγει δεν σε κρέμασαν εσένα ακόμη και σε έχουν και ελεύθερον.
Μου λέγει ένας αξιωματικός,
- Bρε εσύ ταγματάρχα τι βαθμό είχες στον στρατό;
- Κληρωτός λοχίας στον Αλβανικό πόλεμο, χρέη ίλαρχου.
- Εσύ πρέπει να ξέρεις να εκπαιδεύεις τους νεοσύλλεκτους, επειδή δεν έχουμε προσωπικό.
- Ξέρω.
- Από αύριο το πρωί θα βγάζεις τους άνδρες στο γήπεδο 3/4 της ώρας.
Την άλλη ημέρα βάζω στην γραμμή. Τους βάζω έξω τους έκαμα γυμναστική.
-Α! είσαι ωραίος, δεν μου λες απάνω στο βουνό εσύ τους έκαμες.
-Ε! δεν χρειάζεται ειρωνεία.
-Ε! αστεία στα λέμε.
Με καλούν στο γραφείο του λοχαγού. Μου λέγει ο λοχαγός, είσαι θαυμάσιος, κάθε μέρα θα κάμεις άλλα και θα τρως συσσίτιο από την λέσχη αξιωματικών. Πέρασαν τρεις μήνες ζωή καλή.
Έφυγε η Μεραρχία. Το τραγούδι ήταν τι ζητούν οι Βούλγαροι στην Μακεδονία.
Ο Παπαθανασιάδης εργαζόταν εντατικά. Φεύγοντας η Μεραρχία, αντικαταστάθηκα από άλλη. Κατάφεραν να εξαφανίσουν όλα τα χαρτιά μου και έκαμαν άλλα χαρτιά ότι συνελήφθην, μήνυση κ.λ.π.
Φωνάζουν το όνομά μου, τα ρούχα και στο στρατόπεδο. Στο στρατόπεδο πήγα πρώτα στο γραφείο. Δ/ντής στρατοπέδου ήταν ένας λοχαγός ονομαζόμενος Ιωαννίδης.
Τα είχαν όλα τακτοποιημένα. Μου λέγει φίλε ταγματάρχα εδώ που ήρθες εάν κάμεις πως κουνήσεις θα πεθάνεις. Ταγματάρχης Ε' στον 3ο Θάλαμο.
Το μάτι το είχαν πάντα άγριο για μένα, διότι στο στρατόπεδο ήταν το προσωπικό όλο ταγματασφαλίτες βασανιστές, μαυροσκούφηδες.
Βράδια μέρα ξυλοδαρμοί, από το πολύ ξύλο πέθαιναν. Κάθε ημέρα στην δουλειά στο γήπεδο. Εκεί ήμασταν όλοι πατριώτες από το χωριό μου, Βαγγέλης, Χρήστος, Σπύρος, Ανδρέας, Γιάννης. Καθώς από Αγνατιά, Κακοπλεύρι, Οξύνεια κ.λ.π.
Μια μέρα Κυριακή, έβγαζαν κρατούμενους για τα νταμάρια για να φορτώσουν πέτρα στα αυτοκίνητα. Τα νταμάρια ήταν έξω από τα Τρίκαλα, χωριό Ράζα. Από εκεί δραπέτευσαν δύο κρατούμενοι ο Νούλης Μπέλος και ο Ευθύμιος Σακοράφας από το χωριό Καταφύγι Γρεβενών. Τρομοκρατία στο Στρατόπεδο. Αυτοί που ήταν στο νταμάρι τους βάλανε και βάδιζαν με τα γόνατα στα χαλίκια, όλοι οι άλλοι μέσα στους θαλάμους, όλοι κάτω. Στον κάθε θάλαμο είχαν βάλει από 3-4 δήμιους, είπαν όπως πέσατε δεν θα κοιμηθείτε μέχρι πρωί όποιος κουνιόταν τους βουτούσαν έξω και ξύλο. Ξημέρωσε η ημέρα, μας βγάζουν έξω τους ίδιους πάλι με τα γόνατα στα χαλίκια. Εγώ κάτι προνοούσα θέλεις και με μπλέξουν τίποτε;
Μας έβγαλαν στην δουλειά στο γήπεδο. Το μεσημέρι γυρίσαμε για φαγητό.
Στο στρατόπεδο δεν άκουγες τσιμουδιά. Ρώτησα με τρόπο τον Δάσκαλο Τζίμα, τι γίνεται;
-Τίποτε μου λέει.
Το απόγευμα πάλι στην δουλειά. Δεν πέρασε μισή ώρα ακούω να φωνάζουν το όνομά μου. Κατάλαβα πως κάτι σε βάρος μου θα συμβεί. Ήταν δύο μαυροσκούφηδες, επιστάτης ήταν ο κρατούμενος Ευθύμιος. Αυτός φώναζε το όνομά μου. Πηγαίνω. Μου λένε οι μαυροσκούφηδες:
- Ότι τώρα δεν γλιτώνεις πια.
Με παίρνουν στο στρατόπεδο. Στο γραφείο του Ιωαννίδη ήταν αυτός και ένας δήμιος μαυροσκούφης με γένια, μαλλιά.
Τα βασανιστήρια
Μου λέγει ο Ιωαννίδης, δεν σου έφτανε ότι έκαμες έξω τώρα το κάμεις και εδώ, θα πεθάνεις άτιμε.
-Τι λέγατε χθες πίσω από την παράγκα με τον Μπέλλο και Σακοράφα.
- Τίποτε, ούτε τους είδα καθόλου.
- Μαρτύρησε τι είπατε;
-Τίποτα.
Αρχίζει ο δήμιος με το γκλοπ στο κεφάλι, ζαλίστηκα έπεσα κάτω. Άρχισαν πατούσαν, χτυπούσαν. Χτυπούσαν δεν καταλάβαινα. Δεν ξέρω πόση ώρα χτυπούσαν, ήμουν σε αναισθησία. Με παίρνουν στα χέρια και με πέταξαν σε ένα κελί τσιμέντο. Αυτοί πίστεψαν πως εγώ δεν θα ζήσω πλέον. Το πρωί συνήλθα αλλά τα αίματα σώμα με το τσιμέντο είχαν γίνει ένα. Ανοίγουν την πόρτα μπαίνουν δύο, με κλωτσάν. Ανοίγω τα μάτια λίγο. Ζει λεν είναι ζωντανός. Φεύγουν έρχονται ξανά με παίρνουν από τα πόδια χέρια και με κατεβάζουν. Εκείνη την ημέρα είχε ήλιο. Με βάζουν στον ήλιο άρχισα να συνέρχομαι.
Μου λέγει ο Ιωαννίδης, πίστεψα πως άδικα έφαγες το ξύλο αλλά και ο καταδότης τον περιποιήθηκα καλά. O καταδότης ήταν ένας από το χωριό Κορυδαλλό παιδί του Στεργίου.
-Τι θα πεις τώρα στο στρατόπεδο. Θα σε ρωτήσουν γιατί σε χτύπησαν;
-Που ξέρω τι να πω.
-Θα πεις τα μπέρδεψα στην ανάκριση.
- Έτσι θα πω.
Μετά άρχισα να πονάω. Με πήγαν στον θάλαμο. Ο Βασίλειος Τζίμας και ο Βασίλης Καραδήμος από το το Κακοπλεύρι αυτοί μου έδωσαν φαγητό στο στόμα, αυτοί με πήγαν στο μέρος περίπου 15 ημέρες.
Ο καταδότης είχε δικηγόρο τον Παπαθανασιάδη.